Ένθετο στο «Λακωνικόν Ημερολόγιον 2015», της Γεωργίας
Κακούρου Χρόνη. Εκδόσεις Ιδιομορφή.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ποιητής, μέγας φυσιολάτρης,
περιπατητής και λάτρης των ορέων και ιδιαίτερα του Ταΰγετου, γράφει και εμείς, οι παντοτινά και μόνιμα
ερωτευμένοι με τα βουνά, νιώθουμε σα να μπαίνει στη σκέψη μας και στην
ψυχή μας.
Διαβάστε μερικά αποσπάσματα και αν θέλετε παραπάνω, βρείτε το
«Λακωνικόν
Ημερολόγιον 2015», μια εξαιρετική έκδοση, που φέτος είναι αφιερωμένη στον Ταΰγετο,
Α. Απόσπασμα επιστολής του Νικηφόρου Βρεττάκου προς την
Τατιάνα Γκρίτση – Milliex,
24 Ιουλίου 1951:
«Να ‘ρθω Σάββατο και να φύγω Δευτέρα. Αλλά να ειπείς στο
Ροζέ πως δε θ’ ανεβώ στο βουνό μαζύ του. Θα κάνω έναν όχι και πολύ μακρυνό
περίπατο. Προετοιμάζω τις δυνάμεις μου ν’ ανεβούμε στον Ταΰγετο το Σεπτέμβριο.
Τέλος πάντων προς τον Ταΰγετο έχω υποχρεώσεις. Εξετέθην δημοσία μαζύ του, τι θα
ειπεί και ο κόσμος να γυρίζω στα ξένα βουνά. Και προπαντός δεν θέλω να
παραπονιούνται οι φίλοι μου. Ο Ταΰγετος είναι φίλος μου και δε θέλω να ρίξω νερό
στο αίμα της σταυροδερφοσύνης μας, παρ’όλο που του μίλησα άσχημα το περασμένο
καλοκαίρι που πήγα στην Πλούμιτσα. Άσχημα μπορεί να μιλήσω και σε σένα καμμιά
φορά, αλλά ο θεός θα μ’ έχει συχωρέσει από πριν, θα χαρεί μάλιστα που στη ζωή
μου μπόρεσα επιτέλους να φανώ και λίγο κακός.»
Β. Για τον αγαπημένο του Ταΰγετο:
«Ο Ταΰγετος ήταν το μεγαλοπρεπέστερο πράγμα που είδα, όταν
παιδάκι πρωτάνοιξα τα μάτια μου, εκεί πάνω στην Πλούμιτσα. Τον έβλεπα σαν ένα
ιχνογραφημένο αρχιτεκτόνημα μερικές φορές. Αλλά τις πιο πολλές φορές τον
θαύμαζα για τη στερεότητα και την ακαμψία του, όταν σκεπαζόταν από τις καταιγίδες.
Κάποτε τον έβλεπα σαν ένα όραμα και υποσυνείδητα ήθελα να του μοιάσω. Τελικά
έμεινε στη συνείδησή μου σαν κάτι ζωντανό και στις ώρες της μεγάλης μοναξιάς
κουβέντιαζα μαζί του.»
Γ. Για ένα κλαδάκι που έφερε από τη Γκιώνα στην προσπάθειά
του να κρατήσει το βουνό κοντά του στην άχαρη ζωή του στο λιμάνι του Πειραιά:
«Μια τέτοια πιστή συντροφιά δεν την είχα φανταστεί. Δεν
φανταζόμουνα ότι μέσα από το τίποτα θα ξεπηδούσε ένα τέτοιο κύμα ζωής. Δεν
έχεις ρίζες. Τις ρίζες σου τις έκοψα. Δεν έχεις πατρίδα, δεν θα ξαναδείς τα
σύννεφα να κυλούν απάνω σου, τον ουρανό ολοκάθαρο, τα άλλα έλατα πλάι σου να
συναγωνίζονται μαζί σου ποιο απ’ όλα θ’ ανεβεί ψηλότερα. Δεν θα ξανακούσεις τον
αγέρα που είναι γιομάτος από γενναία ελληνικά κλέφτικα τραγούδια, από ανάσες
ηρωικών πεθαμένων, από λεβεντιά. Και το ‘βαλα στο νερό. Ύστερα από λίγες μέρες
το είδα παράξενα αλλαγμένο. Μου φάνηκε πως με καλούσε κοντά του, σα να ‘θελε να
μου μιλήσει. Όταν πλησίασα μου φάνηκε πως άκουσα μια φωνή. Με έλεγε σύντροφό
του ή κάτι τέτοιο. Άρχισε να μου μιλεί, σε είδα τόσο πικραμένον, που δε
βάσταξα. Ενώ πήγαινα προς το θάνατο, σκέφθηκα να ξαναγυρίσω. Υπάρχουν λουλούδια
που φυτρώνουν χάμω στην άμμο, κι υπάρχει ζωή που φυτρώνει από το τίποτα. Κι οι πέτρες και η άμμος και το τίποτα είναι
έτοιμα να αναβλύσουν ζωή. Η ζωή προπορεύεται, η ζωή γκρεμίζει και ερειπώνει όλα
τα εμπόδια. Η απελπισία είναι μικρότητα κι απορώ πως την καταδέχθηκες. Φύτεψέ
με και θα ιδείς. Εγώ θα μεγαλώσω και μέσα σ’ αυτή την καπνισμένη και κλειστή
ατμόσφαιρα του λιμανιού, παίρνοντας δύναμη από τον ίδιο τον εαυτό μου. Θα μείνω
εδώ πλάι σου για να με βλέπεις. Πάντως σου το ξαναλέω, φίλε μου, και πες το και
στους άλλους. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο που τα πάντα τείνουν προς τα πάνω,
αναζητώντας διέξοδο μέσα στο φως, η απελπισία είναι μικρότητα. Μικρότητα, σου το
ξαναλέω.»
Φεβρουάριος 2015
Β. Μαυρομμάτη