Bridgeport
5th of July 2003
«ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΒΛΑΧΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤIΚΟΤΗΤΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
Αστέρης Κουκούδης
Αγαπητές
κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farsarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της. Είναι τιμή μου να έρχομαι από τόσο μακριά και μία μοναδική ευκαιρία για μένα να σας παρουσιάσω τις εκτιμήσεις μου για τη σύγχρονη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τους Βλάχους της Ελλάδας. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινίσω πως, εδώ απόψε, εκπροσωπώ μόνο τον εαυτό μου και τα αποτέλεσμα των πολύχρονων ερευνών μου. Σίγουρα δεν εκπροσωπώ ή μάλλον δε διανοούμαι να παρουσιαστώ σαν εκπρόσωπος των Βλάχων της Ελλάδας και αυτό από σεβασμό στην οποιαδήποτε συλλογικότητά τους.
Επιτρέψτε μου μια μικρή προσωπική αναδρομή. Η ενασχόλησή μου με τους Βλάχους ξεκίνησε ως μια προσωπική αναζήτηση. Έψαχνα για τις ρίζες μου, καθώς και εγώ έχω βλάχικη καταγωγή, έστω και κατά το ήμισυ, όπως οποιοσδήποτε άλλος θα αναζητούσε τις δικές του ρίζες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Βέροια μέσα σε ένα οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον με ιδιαίτερα έντονη την παρουσία του βλάχικου στοιχείου, όπου τα βλάχικα εναλλάσσονταν με τα ελληνικά στην καθημερινή ζωή δίχως κάποιο προβληματισμό αν και δυστυχώς δεν έμαθα ποτέ καλά βλάχικα, και αυτό όχι γιατί κάποιος το απαγόρευε, μα γιατί οι δικοί μου άνθρωποι δε θεώρησαν απαραίτητο να μου τα μάθουν. Στους τέσσερις κλειστούς τοίχους ενός σπιτιού δύσκολα κάποιος απαγορεύει τη χρήση και τη διάδοση μιας γλώσσας. Ωστόσο στα μετεφηβικά μου χρόνια μου γεννήθηκαν κάποιες σχεδόν φυσιολογικές απορίες. «Πώς και γιατί η οικογένεια του πατέρα μου βρέθηκε να μιλά μία νεολατινική, ρωμανική γλώσσα;». «Τι, τέλος πάντων, είναι αυτοί οι Βλάχοι;» «Θα έπρεπε να ντρέπομαι ή να είμαι υπερήφανος για τη βλάχικη καταγωγή μου;» Από τις αρχές της δεκαετίας του `80 έγινα ένας παθιασμένος αναγνώστης οποιασδήποτε αναφοράς για τους Βλάχους που έπεφτε στα χέρια μου. Βρέθηκα αντιμέτωπος με ετερόκλητες και συγκρουόμενες απόψεις. Απόψεις με έντονα πολιτικό χαρακτήρα, χρωματισμένες με εθνικιστική τάσεις, που άλλοτε απέκρυπταν στοιχεία και άλλοτε υπερέβαλαν. Απόψεις που αρκετά συχνά ήταν υποτιμητικές και προσβλητικές για τους Βλάχους και άλλοτε πάλι ήταν υπέρμετρα διθυραμβικές. Ένιωσα απογοήτευση και οι ερωτήσεις μου παρέμεναν μετέωρες.
Ωστόσο το ενδιαφέρον μου συνέπεσε χρονικά με την αναζωογόνηση ενός μαζικότερου ενδιαφέροντος γύρω από τους Βλάχους, δεν ήμουν ο μόνος με τέτοιες απορίες. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του `90 και με διάθεση να ανακαλύψω την αλήθεια, βρέθηκα να εργάζομαι πολύ πιο συστηματικά. Βρέθηκα να δουλεύω σε βιβλιοθήκες και επίσημα αρχεία. Άρχισα να ταξιδεύω και να αναζητώ τους ίδιους τους Βλάχους, τόσο στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών στα αστικά κέντρα, όσο και στα απομονωμένα χωριά τους. Περιηγήθηκα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια παίρνοντας δεκάδες συνεντεύξεις. Η συγκέντρωση των στοιχείων ήταν τεράστια. Ήταν το ίδιο αυτό το υλικό που με οδήγησε στον τελικό στόχο, Επιθυμία μου ήταν πια να παρουσιάσω μια σύγχρονη απάντηση στο ερώτημα «ποιοι είναι οι Βλάχοι». Είχα καταλάβει πως το ερώτημα «τι είναι οι Βλάχοι», δηλαδή ποια είναι η καταγωγή τους, δεν είχε κάποιο ουσιαστικό νόημα, πέρα από το καθαρά επιστημονικό, καθώς η όποια καταγωγή τους δεν προσέδιδε αναγκαστικά στους Βλάχους μία σύγχρονη συλλογική ταυτότητα. Ήθελα να παρουσιάσω τους Βλάχους πέρα από τις προκαταλήψεις και τους δογματισμούς, που οδηγούσαν σε χρόνια πόλωση. Έτσι βρέθηκα αντιμέτωπος με δύο βασικούς σκοπέλους. Από τη μία μεριά υπήρχε η άποψη πως οι Βλάχοι ήταν μία ομάδα απολίτιστων, άξεστων νομαδοκτηνοτρόφων, μία ομάδα ανάξια λόγου, και από την άλλη η άποψη πως οι Βλάχοι ήταν μία άγνωστη, παραμελημένη και καταπιεσμένη στερεοτυπική βαλκανική μειονότητα, η οποία έχριζε ανάγκης προστασίας. Ήταν πραγματικά μία πρόκληση και συνάμα ένα μάλλον μεγάλο τόλμημα να τα βάλει κάποιος ταυτόχρονα και με τις δυο αυτές αντικρουόμενες και ισχυρά παγιωμένες απόψεις. Ελπίζω πως τα κατάφερα να σταθώ αντικειμενικός και αμερόληπτος. Ελπίζω να έχετε την ευκαιρία να διαβάσετε τις εργασίες μου και να απολαύσετε ένα βαλκανικό ταξίδι αναζητώντας τη βλάχικη ιστορική πραγματικότητα, από τις πρώτες μεσαιωνικές αναφορές, μέχρι τα χρόνια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως ας έρθουμε στη σημερινή εικόνα που ίδιοι οι Βλάχοι παρουσιάζουν και κυρίως αυτοί της Ελλάδας. Ποιες είναι οι δραστηριότητές τους και οι προβληματισμοί τους γύρω από αυτό που, ίσως αυθαίρετα, από μόνος μου προσδιορίσω ως «σύγχρονη βλάχικη ταυτότητα»; Τι τους ανησυχεί και πως το αντιμετωπίζουν;
Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, σύλλογοι, σωματεία και αδελφότητες Βλάχων υπάρχουν σε λειτουργία στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς είναι σχεδόν μνημειακοί, έχοντας δράση 100 περίπου χρόνων, όπως οι Σύλλογοι των Ολύμπιων Βλάχων, των Κλεισουριωτών και των Μοναστηριωτών στη Θεσσαλονίκη, αλλά και αυτός των Σαμαριναίων στη Λάρισα. Είναι αλήθεια πως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια για να μην αναφερθώ στην προηγούμενη περίοδο, η πολιτική σκηνή της Ελλάδας στάθηκε αφιλόξενη απέναντι σε ετερότητες όπως αυτή των Βλάχων. Βέβαια, κάτι ανάλογο συνέβαινε και στις άλλες Βαλκανικές Χώρες, πέρα από το λεγόμενο «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Ωστόσο, σταδιακά όλο και περισσότεροι σύλλογοι με ενδιαφέρον για την παράδοση, τα πολιτιστικά γενικότερα και τον τόπο καταγωγή της κάθε μίας ομάδας, άρχισαν να ιδρύονται από τις δεκαετίες του `60 και του `70, όταν η συλλογικότερη εσωτερική μετανάστευση, που χαρακτήριζε τότε τη χώρα, έφερε σταδιακά μεγάλα κύματα Βλάχων και εδραίωσε οριστικά την παρουσία τους στα σημαντικότερα αστικά κέντρα. Εκεί, μακριά από τα χωριά τους και αποκομμένοι από τη μέχρι τότε παραδοσιακή ζωή τους, οι άνθρωποι αισθάνθηκαν εντονότερα την ανάγκη της συσπείρωσης και της ίδρυσης συλλόγων. Στις αρχές της δεκαετίας του `80 σημειώθηκε το επόμενο μεγάλο βήμα. Η μεταπολεμική δημοκρατία στην Ελλάδα είχε πια ενηλικιωθεί. Ένας σημαντικός αριθμός τέτοιων συλλόγων προχώρησε στη συγκρότηση ενός δευτεροβάθμιου σώματος, της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων», που σήμερα πια αριθμεί 89 μέλη, συλλόγους από όλη την Ελλάδα, από την Προσοτσάνη στην Ανατολική Μακεδονία, μέχρι την Παλαιομάνινα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Η λέξη Βλάχος άρχισε να ακούγεται όλο και πιο συχνά. Δε θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το γεγονός πως αυτή η βλάχικη ομοσπονδία είναι η πολυπληθέστερη και η μαζικότερη στα Βαλκάνια, με αυξητική μάλιστα τάση καθώς είναι σίγουρο πως υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι 25 σύλλογοι που αναμένονται να προσχωρήσουνε στην ομοσπονδία, ενώ ιδρύονται συνεχώς νέοι σύλλογοι σε όλη τη χώρα.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι διάφοροι σύλλογοι έχουν να επιδείξουν μια πληθώρα δραστηριοτήτων. Πέρα από τη δυνατότητα συσπείρωσης γύρω από το κάθε πατρογονικό βλαχοχώρι, κάπου στα ορεινά, και τη μέριμνα για την ενίσχυσή του, παρουσιάσουν αξιολογότατη δράση σε θέματα πολιτισμού. Ανάπτυξαν χορευτικά και μουσικά συγκροτήματα για τη διάσωση και διατήρηση της βλάχικης μουσικοχορευτικής παράδοσης στις νεότερες γενιές. Κάποιοι από τους πιο δραστήριους συλλόγους έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν συγκροτήματα δεκάδων νεαρών χορευτών. Συγκεντρώνουν, διασώζουν και αξιοποιούν τον παραδοσιακό ενδυματολογικό πλούτο και οποιοδήποτε άλλο λαογραφικό υλικό. Στις εκδηλώσεις που πραγματοποιούν πολύ συχνά παρουσιάζουν στο κοινό, βλάχικο και μη, αυτόν το βλάχικο πλούτο. Φροντίζουν για τη διάσωση και διαιώνιση λαϊκών εκδηλώσεων, που ο σύγχρονος τρόπος ζωής είχε βάλει στο περιθώριο. Διοργανώνουν συνεστιάσεις και ομιλίες, προσκαλώντας ομιλητές που αναπτύσσουν θέματα της βλάχικης θεματολογίας. Εκδίδουν ημερολόγια, εφημερίδες, βιβλία και CDs. Αναπτύσσουν σελίδες στο διαδίκτυο. Συνεργάζονται με ερευνητές και ακαδημαϊκά ιδρύματα. Οργανώνουν και λειτουργούν μουσεία και βιβλιοθήκες. Οι ετήσιες χοροεσπερίδες τους συγκεντρώνουν μεγάλα πλήθη. Τα μέλη ξοδεύουν αφειδώς πολύ από τον προσωπικό τους χρόνο και κάνουν έξοδα πολλών χιλιάδων ευρώ για όλες αυτές τις δραστηριότητες. Η δευτεροβάθμια Ομοσπονδία αυτών των συλλόγων, με το αιρετό προεδρείο της, αναπτύσσει μία πολύ πιο συλλογική δράση. Το ετήσιο «Αντάμωμα των Βλάχων» που διοργανώνει κάθε καλοκαίρι σε διαφορετικό βλαχοχώρι ή άλλη βλάχικη εγκατάσταση, συγκεντρώνει τους συλλόγους και τα χιλιάδες μέλη τους για μία λαμπρή σειρά εκδηλώσεων διάρκειας τριών ημερών. Σε αυτές τις εκδηλώσεις προσκαλούνται και λαμβάνουν μέρος αντιπροσωπίες Βλάχων και από τις άλλες Βαλκανικές Χώρες. Πουθενά αλλού και ποτέ άλλοτε δε συγκεντρώνονται σε ένα μέρος τόσες χιλιάδες Βλάχοι. Δηλώνοντας, ίσως, έμπρακτα πως η Ελλάδα παραμένει η «Μητρόπολη των Βλάχων». Όμως η πιο σημαντική δράση της Ομοσπονδίας είναι αυτή που αναπτύσσει απέναντι στην ίδια την πολιτεία, έχοντας ίσως τη διάθεση και το χαρακτήρα ενός λόμπι. Επιπλέον, παρουσιάζεται ως ένας αυτόνομος, αιρετός και συλλογικός εκπρόσωπος και φορέας έκφρασης των Βλάχων της Ελλάδας απέναντι στους διάφορους Οργανισμούς, τοπικούς και διεθνείς, ή οποιουσδήποτε άλλους ενδιαφερόμενους. Όλες αυτές οι δραστηριότητες σίγουρα έρχονται σε αντίθεση με ένα κλίμα παρανοήσεων και παραπληροφόρησης που καλλιεργεί την αίσθηση πως οι Βλάχοι στην Ελλάδα καταπιέζονται ή ακόμη χειρότερα πως διώκονται. Αντίθετα μάλιστα οι σύλλογοι και η ομοσπονδία επιχορηγούνται και ενισχύονται συχνά από το Υπουργείο Πολιτισμού για τις πάσης φύσεως δραστηριότητές τους. Γνωρίζοντας το παρελθόν, μπορεί κάποιος να κατανοήσει πως τίποτε από όλα αυτά δε θα υπήρχε αν η ελληνική πολιτεία είχε μια ανελεύθερη διάθεση απέναντι στις τόσες χιλιάδες μέλη αυτών των βλάχικων συλλόγων και τις δραστηριότητές τους.
Παράλληλα με το ενδιαφέρον για συλλόγους και την εκπροσώπηση των Βλάχων σημειώνεται ένα ραγδαία αυξανόμενο ερευνητικό και συγγραφικό ενδιαφέρον. Πέρα από τα κλασσικά ακαδημαϊκά συγκράματα, βιβλία και άρθρα, που κάνουν, όλο και πιο συχνά, αναφορές στους Βλάχους, σημειώνεται μία θεαματική τάση ανθρώπων, κυρίως βλάχικης καταγωγής, να ερευνήσουν και να συγγράψουν. Από το 1974 και μέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί πολύ περισσότερες από 100 μονογραφίες αφιερωμένες στην ιστορία και την παράδοση διάφορων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων. Η ενασχόληση με τη βλάχικη θεματολογία στην Ελλάδα, είτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο, είτε μεμονωμένα και ερασιτεχνικά έχει πάψει να θεωρείται ταμπού το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα. Οι διάφοροι ερευνητές και συγγραφείς φτάνουν μέχρι το σημείο του έντονου ανταγωνισμού για το ποιος θα παρουσιάσει τις πληρέστερες εργασίες. Έχει χρόνια του τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αναθέτουν σε φοιτητές τους μεταπτυχιακές και διπλωματικές εργασίες με αντικείμενο τους Βλάχους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιχειρήθηκε, για πρώτη φορά στις αρχές τις δεκαετίας του `90, η μελέτη και η διδασκαλία της βλάχικης γλώσσας από το Τμήμα της Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη. Έχοντας όλα αυτά υπόψη θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος για πραγματική αναγέννηση.
Τα πράγματα στην Ελλάδα έμοιαζαν να εξελίσσονταν ομαλά και μάλλον φυσιολογικά, μέχρι την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και την αιματηρή διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας. Η γιουγκοσλαβική κρίση έφερε στην επιφάνεια προβλήματα που ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αποσιωπήσει. Τα Βαλκάνια έμοιαζαν να γίνονται για άλλη μια φορά η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Διάφορες μειονοτικές ομάδες ταλανίζονταν και με τη σειρά τους ταλάνιζαν τα Βαλκάνια και την Παγκόσμια Κοινότητα. Αν και τα σύνορα είχαν ανοίξει και οι επαφές ανάμεσα στους βλάχικους πληθυσμούς των Βαλκανικών Χωρών έγιναν ευκολότερες και πλήθαιναν σημαντικά, ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια ξεχασμένοι από δεκαετίες προβληματισμοί. Ερωτήματα όπως το αν οι Βλάχοι είναι μία μειονότητα και τι είδους. Οι Βλάχοι της Ελλάδας βρέθηκαν να προβληματίζονται από αυτά που συνέβαιναν στις άλλες χώρες, μα κυρίως από τις συχνές αναφορές για την ταυτότητά τους, δίχως τη δική τους συλλογική συγκατάθεση ή άλλη επίκληση. Είχαν κάνει σημαντικά βήματα, όμως τώρα καλούνταν να προασπίσουν αυτό που με κόπο έκτισαν.
Η υποτονική και σπασμωδική δράση ολιγομελών «Αλυτρωτικών Οργανώσεων», κυρίως πέρα από τα Βαλκάνια, αναζωπυρώθηκε επιχειρώντας να παρουσιαστούν ως μοναδικοί εκφραστές και προασπιστές της όποιας βλάχικης ταυτότητας. Αποκορύφωμα της αλυτρωτικής επανεργοποίησης ήταν η περίφημη Πρόταση 1333 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στις αρχές της δεκαετίας του `90, ένας εντολοδόχος παρατηρητής, ο κύρος De Puig, βρέθηκε να ταξιδεύει για λίγες μέρες στην Ελλάδα, επισκέφτηκε πρόχειρα ένα δύο βλάχικους συλλόγους και ένα δύο βλαχοχώρια, από τις δεκάδες που υπάρχουν. Δίχως σοβαρότερη και ουσιαστική ερευνητική διάθεση και με ελαφριά καρδιά προχώρησε σε μια έκθεση που με ισχυρή δόση αφέλειας υιοθετήθηκε αβασάνιστα από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Παράλληλα, ξένοι, μη Βαλκάνιοι, ερευνητές άρχισαν να διατρέχουν τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις εκατέρωθεν των συνόρων αναζητώντας τους Βλάχους και ερευνώντας την ταυτότητά τους, Την ίδια περίοδο, διάφοροι «Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί» (NGOs), κάποιοι διεθνούς εμβέλειας όπως η «Helsinki Watch», με αντικείμενο τα δικαιώματα των διάφορων επίσημων και μη μειονοτικών ομάδων επιχειρούν να εκφράσουν τη δική τους άποψη. Επίσημα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το «Γραφείο για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες» (EBLUL) κάνουν τις δικές τους παρεμβάσεις. Ημιεπίσημες κρατικές οργανώσεις όπως το «Κέντρο Έρευνας Μειονοτικών Ομάδων» (ΚΕΜΟ) ασχολούνται με τους Βλάχους, θέλοντας ίσως να καλλιεργήσουν την εντύπωση πως η ελληνική πολιτεία έχει πια ένα δεκτικό ευρωπαϊκό προφίλ. Είναι αλήθεια πως και το επίσημο ρουμανικό κράτος, έστω και παρασκηνιακά, αλλά κάποιες φορές εντελώς απροκάλυπτα, στρέφει και πάλι το ενδιαφέρον του στους Βλάχους των άλλων Βαλκανικών Χωρών, κινώντας τα νήματα παλιών και γνωστών εθνικιστικών απόψεων. Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αναγνωρίστηκε επίσημα από τη Ρουμανία όταν αυτή αποδέχθηκε να χαρακτηρίσει ως μειονότητα τους εκεί Βλάχους. Το State Department των ΗΠΑ στις ετήσιες εκθέσεις τους για την Ελλάδα κάνει αναφορά για τους Βλάχους ως μια μειονοτική ομάδα. Μέχρι και το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών αναφέρεται στους Βλάχους και την προάσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, αγνοώντας ίσως την ύπαρξη μερικών χιλιάδων μουσουλμάνων Βλάχων στη δική του επικράτεια. Επιπλέον, ορισμένοι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι επαναφέρουν στο προσκήνιο τη μειοδοτική και στιγματισμένη δράση κάποιων Βλάχων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η ίδια η επίσημη ελληνική πολιτεία έμοιαζε ξαφνιασμένη, μουδιασμένη και επιφυλακτική.
Ήταν επόμενο πως όλο αυτό το ανακάτεμα θα προκαλούσε τον προβληματισμό και την αναμενόμενη αντίδραση των Βλάχων της Ελλάδας, είτε των απλών ανθρώπων που απλά ήταν ακροατές όλων αυτών, είτε των συλλογικών φορέων έκφρασης. Τους δίνονταν η εντύπωση πως φαντάσματα του παρελθόντος και νέοι αυτόκλητοι προστάτες και πάτρωνες, αγνοούσαν επιδεικτικά τη δική τους αίσθηση για την ταυτότητά τους, την κοπιώδη δράση και τα επιτεύγματα τους, όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, και διοχέτευαν κύματα παραπληροφόρησης καλλιεργώντας ένα ψυχροπολεμικό κλίμα. Δε θα ξεχάσω τη χαρακτηριστική άποψη κάποιας κυρίας από τη Λάρισα που με έντονη αγανάκτηση μου είπε. «Αρκετά πια, όλοι αυτοί οι κύριοι θα πρέπει να καταλάβουν πως οι Βλάχοι δεν ήμαστε μια φυλή αγρίων χαμένη στη ζούγκλα της Νέας Γουινέας που περιμένουν τους ιεραπόστολους να σώσουν την ψυχή και το σώμα τους». Η αντίδρασή της μοιάζει να είναι δικαιολογημένη. Δε γνωρίζω κανένα Βλάχο και καμία βλάχικη οργάνωση που να είχε επικαλεστεί επίσημα την παρέμβαση όλων αυτών, που είτε επιστημονολογούσαν, είτε πολιτικολογούσαν τόσο επικίνδυνα. Η σύγχρονη πραγματικότητα των Βλάχων της Ελλάδας και η κοινή αίσθηση για την όποια ταυτότητά τους, που χαρακτηρίζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη συντριπτική πλειοψηφία τους, ήταν και παραμένει άλλη. Και μόνο η χρήση της λέξης μειονότητα προκαλεί αλλεργία.
Βέβαια, τέτοιες παρεμβάσεις δεν είναι πρωτόγνωρες στη βλάχικη σκηνή. Έχουν μια ιστορία πολύ μακρύτερη των εκατό χρόνων. Στις αρχές, μάλιστα, του 20ου αιώνα, όταν κρίνονταν η τύχη των τελευταίων οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια, οι Βλάχοι είχαν οδηγηθεί σε μία δραματική αιματηρή εμφύλια ρήξη με ανυπολόγιστες συνέπειες, που έχουν τον αντίκτυπό τους μέχρι και σήμερα. Για πολλές δεκαετίες υπήρξαν δύο εστίες πόλωσης. Ο παραδοσιακός ελληνικός προσανατολισμός που ακολουθούσε η συντριπτική πλειοψηφία με επί κεφαλής την άρχουσα και τις πιο εύρωστες κοινωνικά, μορφωτικά και οικονομικά τάξεις κι από την άλλη μία ισχνή μειοψηφία ασθενέστερων ομάδων που ακολουθούσαν τις απόψεις του ρουμανικού εθνικισμού. Σήμερα πια, πέρα από αυτές τις δύο κυρίαρχες και αντικρουόμενες τοποθετήσεις και επιλογές, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και άλλες νεότερες, καθώς στην κάθε μία από τις Βαλκανικές Χώρες που φιλοξενεί ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος των Βλάχων, καλλιεργείται μια άλλη άποψη για τους πολίτες με βλάχικη καταγωγή. Επιπλέον καλλιεργείται μία νεοπαγή άποψη πως οι Βλάχοι θα πρέπει να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως μια ανεξάρτητη εθνοτική ομάδα διάσπαρτη στα Βαλκάνια. Η πόλωση και η πολυδιάσπαση είναι δεδομένη και δε διαφαίνεται, προς το παρόν και για πολύ καιρό, μία εξομάλυνση.
Ενδεικτικό των προβληματισμών που υπάρχουν στους κόλπους των Βλάχων της Ελλάδας είναι το γεγονός πως υπάρχουν σύλλογοι Βλάχων που δεν προσχωρούν στην Πανελλήνια Ομοσπονδία, όπως οι δέκα και πλέον σύλλογοι της Σαμαρίνας, ή και που αποχώρησαν από αυτή, όπως σύλλογοι της Σμίξης, εκφράζοντας επιφυλάξεις για το αν και μέχρι ποιο βαθμό οι Βλάχοι θα πρέπει να προβάλλουν μια ετερότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους Νεοέλληνες. Ωστόσο, η γνωστότερη και πλέον προσβεβλημένη απόρροια όλης αυτής της καινούργιας κατάστασης ήταν η υπόθεση Μπλέτσα. Στα μέσα τις δεκαετίας του `90, ένας αρχιτέκτονας - μηχανικός, βρέθηκε να μοιράζει ένα έντυπο του «Ευρωπαϊκού Γραφείου για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες», με αναφορά στα βλάχικα, στο ετήσιο «Αντάμωμα» των Βλάχων, που τότε γίνονταν στη Νάουσα. Κι αυτό παρά τις συστάσεις του προεδρείου της οργανώτριας Ομοσπονδίας, πως δε συμφωνεί με το περιεχόμενο του εντύπου και δεν επιθυμεί να μοιραστεί αυτό το έντυπο στη δική της εκδήλωση. Εξελικτικά, ο κύριος Μπλέτσας οδηγήθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία της διασποράς ψευδών ειδήσεων, καταδικάστηκε πρωτόδικα και στη συνέχεια αθωώθηκε πανηγυρικά. Η δικαιοσύνη είχε λειτουργήσει όπως σε κάθε άλλη σύγχρονη και ευνομούμενη δημοκρατία. Όμως το κακό είχε γίνει. Όλοι όσοι είχαν εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση έδωσαν μια πραγματικά μοναδική ευκαιρία σε όλους αυτούς που ήθελαν να ισχυρίζονται πως οι Βλάχοι στην Ελλάδα καταπιέζονται και διώκονται. Ωστόσο το ουσιαστικό θύμα αυτής της υπόθεσης δεν ήταν ο κύριος Μπλέτσας, ο οποίος αργότερα χρίστηκε αντιπρόεδρος αυτού του ευρωπαϊκού γραφείου στην Ελλάδα, αλλά η ίδια η εικόνα των Βλάχων της Ελλάδας. Η προσοχή των αυτόκλητων πατρώνων και προστατών επικεντρώθηκε σε αυτό το μεμονωμένο επεισόδιο. Όλα τα σημαντικά επιτεύγματα των Βλάχων στην Ελλάδα τις τελευταίες δύο δεκαετίας έμοιαζαν να αγνοήθηκαν επιδεικτικά.
Βέβαια, όλα αυτά τα επιτεύγματα παραμένουν εκεί και μαρτυρούν σε οποιονδήποτε αντικειμενικό και καλοπροαίρετο παρατηρητή πως οι Βλάχοι της Ελλάδας μπορούν να χαρακτηριστούν από μία στερεή ισορροπία, ανάμεσα στην όποια γλωσσική ή άλλη ετερότητά τους και την αναφαίρετη ιδιότητά τους ως δικαιωματικά μέλη της Ρωμιοσύνης, του Νεότερου Ελληνισμού και της σύγχρονης Ελλάδας. Το μόνο ίσως θέμα για το οποίο δεν έχουν ακόμη φροντίσει είναι το θέμα της γλώσσας, που έχει όλο και λιγότερους χρήστες και έχει σχεδόν χαθεί στις νεότερες γενιές. Αυτό παραμένει και το μόνο θέμα που μπορούν να επικαλούνται όσοι έρχονται σε αντίθεση με τη συλλογική διάθεση των Βλάχων της Ελλάδας. Σε όλα τα άλλα τους έχουν από καιρό ξεπεράσει. Ωστόσο το θέμα της γλώσσας δε λύεται έτσι απλά. Υπάρχει μάλιστα ο φόβος πως για όσο καιρό θα δημιουργούνται εντάσεις και θα επιχειρούνται αυτόκλητες παρεμβάσεις θα επιταχύνεται συνειδητά ακόμη περισσότερο ο ρυθμός απώλειας της γλώσσας. Το ζήτημα παραμένει βαθιά πολιτικό, πέρα από τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η κατάρρευση του παραδοσιακού τρόπου ζωής των Βλάχων, εδώ και δεκαετίες, και ο επιδιωκόμενος από τους ίδιους μοντερνισμός δύσκολα ανακαλούνται. Η απόφαση και η δράση βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στη διάθεση των άμεσα ενδιαφερόμενων. Ίσως όταν αισθανθούν πως η καλλιέργεια και η διάδοση της γλώσσας τους δε θα χρησιμοποιηθεί ως ένας μοχλός για την ανατροπή της αίσθησης που έχουν για την ταυτότητά τους και της ισορροπίας που διαμόρφωσαν με την κοινωνία μέσα στην οποία ζουν, ίσως μόνον τότε κάνουν οι ίδιοι κάτι.
Όπως και να έχει, όσοι πραγματικά και ουσιαστικά ενδιαφέρονται για τους Βλάχους θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις απόψεις, τα αισθήματα και τις ανησυχίες των Βλάχων της Ελλάδας. Οι άνθρωποι βλάχικης καταγωγής που ζουν στην Ελλάδα ξεπερνούν αριθμητικά όλους τους υπόλοιπους που ζουν στις άλλες Βαλκανικές Χώρες κι επιπλέον η ομάδας τους εξακολουθεί να ζει στον αναμφισβήτητο μητροπολιτικό χώρο όλων των Βλάχων. Πως θα μπορούσαμε να παραμένουμε δημοκράτες και παράλληλα να μιλούμε και ακόμη χειρότερα να ενεργούμε για τους Βλάχους δίχως τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας τους; Το ενδιαφέρον όλων αυτών που αυτόκλητα επιστημονολογούν και πολιτικολογούν είναι σωτήριο πραγματικά ή κινδυνεύει να φέρει αρνητικά αποτελέσματα, επιταχύνοντας το συνειδητό «αποβλαχισμό» και βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την πολυδιάσπαση; Ίσως τελικά αν οι «ιεραπόστολοι» δεν ήταν τόσο στυγνά δογματικοί και συνεργάζονταν αντί να κατηχούν, ίσως τότε θα μπορούσαν να καθησυχάσουν τους προβληματισμούς και να αμβλύνουν την επιφυλακτικότητα. Ωστόσο οι όποιες ιεραποστολικές πρακτικές είναι ξεπερασμένες στη σημερινή εποχή. Το καλύτερο μοιάζει πως θα ήταν να αφήναμε τους Βλάχους της Ελλάδας να χειριστούν από μόνους τα θέματα της ταυτότητάς τους. Έχουν, άλλωστε ήδη, αποδείξει πως διαθέτουν και λόγο και ταλέντο. Το κυρίαρχο ζητούμενο και κυρίως για τους Βλάχους πέρα από τα ελληνικά σύνορα, παραμένει η ειρήνη, η ευημερία και η πρόοδος. Αν αυτά υπάρξουν ίσως όλα να είναι διαφορετικά.