Giurgia and the Greek vlachs - Gartzos - by Mavrommati Vaso
Αλέξ. Χατζηγάκης
   
    Απόσπασμα από την ανακοίνωση της Αικατερίνης Πολυμέρου-Καμηλάκη  στο 9
ο Συμπόσιο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων (2007) με θέμα «Παραδόσεις του Ασπροποτάμου - Μια ανάγνωση της Συλλογής του Αλεξ. Χατζηγάκη». Η κα Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη είναι Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Όλες οι ανακοινώσεις του 9ου Συμποσίου έχουν τυπωθεί σε τόμο που μπορείτε να προμηθευτείτε από τα γραφεία της ΦΑΤΑ.

.....
    O Αλέξ. Χατζηγάκης «ο πιστός υπηρέτης της Λαογραφίας», όπως δηλώνει ο ίδιος, περιγράφει και διασώζει τον πολιτισμό Ασπροποτάμου στο έργο του. Ειδικότερα στο δημοσιευμένο το 1948 στα Τρίκαλα βιβλίο του «Τ’ Ασπροπόταμο Πίνδου. Παραδόσεις»,  συγκέντρωσε μεθοδικά και κατέταξε με παρότρυνση και κατά το υπόδειγμα του Νικ. Γ. Πολίτου τις προφορικές διηγήσεις στα χωριά του Ασπροποτάμου.

.....
    Για τι όπως εξομολογείται: «πριν τον γνωρίσω, πριν μου δώσει τις σοφές συμβουλές του, κάθε καλοκαίρι που το σχολειό μου αργούσε, ανέβαινα στ όμορφο και γραφικό χωριό της γέννησής μου, στο Περτούλι, όπου μ’ άρεσε να παρακολουθώ τις ιστορίες που λέγανε οι γέροι. Αργότερα σαν έβγαλα το Γυμνάσιο, έγραψα ό,τι είχα ακούσει μικρός. Έγραψα την προεπανασταική αρματολική στιχομύθια, τη διαθήκη του προύχοντα του Περτουλιού, προσπάππου μου, Γάκη Χατζή και μετέβαλα θρύλους του χωριού μου σε πρωτόλεια διηγήματα. Έπειτα όμως από τη συνάντησή μου με τον Πολίτη, κάθε γιορτή των Χριστουγέννων, του Πάσχα και ιδίως τα καλοκαίρια που άφηνα την Αθήνα, ανέβαινα-πετούσα κυριολεκτικά- στην Πίνδο, στα χωριά, πότε μόνος μου και πότε με τον μακαρίτη πατέρα μου, σε προεκλογικές περιοδείες, για να σώσω ό,τι υπήρχε ακόμα ζωντανό στο στόμα του λαού μας.  Μπήκα κι έμεινα σ’ αρχοντόσπιτα. Φιλοξενήθηκα σε φτωχόσπιτα. Λημέριασα σε σανιδοκαλύβες. Ξαπλώθηκα και κοιμήθηκα σε  καλά στρωσίδια μα και κατάχαμα. Σκεπάστηκα με ολόασπρες προικιάτικες βελέντζες, με πλουμιστές μπατανίες, που μοσχοβολούσαν το μύρο του βουνίσιου αγέρα και νερού, αλλά και με χοντρά χράμια κι ακόμη με τραγίσιες κάππες, που ανάδιναν τη βαρειά μυρωδιά της άδολης ποιμενικής ζωής. Τα βράδυα αυτά, καθισμένος σταυροπόδι στη γωνιά του τζακιού ακούγοντας το τριζοβολιό που άφινε το ελάτινο κούτσουρο, το κέδρινο αρωματικό κλωνάρι, οι στραβόριζες του πουρναριού, που όλα τα περιτριγύριζαν, σαν παιγνίδι, οι κοκκινοκίτρινες φλόγες, προσπαθούσα μ’ ερωτήσεις ν’ ακούσω από τους συνομιλητές  νοικοκυραίους παλιές ιστορίες…. Όταν είχα μπροστά μου  εκατοστάρηδες γέρους, καθώς το μαθουσάλα γέρο-Σούκια, όταν είχα γριές σαν τη Ρόιδω Μπάτζιου, όταν είχα τριγύρω μου, στ’ ασπροποταμίτικα χωριά, ένα πλήθος γερόντων και γεροντισσών, που τόσον απλά, τόσον αβίαστα, μα και τόσο χαριτωμένα, διηγούνταν τα παληά τους, πως ήταν δυνατό να αιστάνουμε την ανάγκη να παραδοθώ στις αγκάλες του Μορφέα;»

.....
    Όπως λοιπόν, ο ίδιος ομολογεί «χάρις στην παρότρυνση και τις συμβουλές τ’ αθάνατου Πολίτη, χάρις στ’ ατέλειωτα ταξίδια στα χωριά μας, σε επικίνδυνες ορειβασίες, σε γιδόστρατα και μονοπάτια, στις ράχες των βουνών, στ’ απότομα τσουγκάνια, σε βαθουλές καταβόθρες, σε παγερά σπήλια, σε χαριτωμένες στάνες, σε χιλιοτραγουδισμένες βρύσες, σε μαρμαίρουσες χαράδρες, σε όμορφες βουνοπλαγιές, σε πυκνά δαση ελατιού, κέδρου, πεύκου, οξυάς, σε ιστορικούς τόπους, που κρύβανε τα λημέρια των κλεφτών και αρματολών μας, σ’ απόμερα μοναστήρια, σε ερημικά ξωκλήσια, σε νερόμυλους, μαντάνια, ντριστέλες…μάζευα και γιόμοζα τη Λαογραφήθρα μου, σαν το καλό κι εργατικό μελίσσι, με το πολύτιμο εκείνο μέλι, που άφθονο παρείχε ο Ασπροποταμίτικος Πίνδος, έστω και κατά τι αλλοιωμένο από τη διήγηση, από στόμα σε στόμα, από τον τόσο χρόνο που πέρασε άγονος στη συλλογή και καταγραφή των λαογραφικών θεμάτων, από τον πανδαμάτορα εκείνον χρόνον που αφανίζει και σβήνει τα πάντα και που δυστυχώς πήρε μαζί του και πολλά απ’ τα παλιά μας εθνικά κειμήλια, απ’ τα παλιά μας κλέη».

.....
Kαι μια παράδοση για την έριδα μεταξύ των δέντρων  από το Περτούλι:
   
    «Παλιός γελαδάρης του χωριού, ξαπλωμένος κάτω από σύμπλεγμα ελατιού και πλατανιού, στο μεγάλο ρέμα της αγίας Κυριακής Περτουλιού, άκουσε τα κλαριά να κουβεντιάζουν. Η ιτιά η κλαίγουσα παραπονιέταν κι έλεγε. –Τι μι γελάς, ουρέ πλάτανε; Είμαι χαμπλή μα και συ είσ’ χαμπλότερος απ’ του ελάτι. Συ ουρέ πλάτανε είσαι σα γ’νέκα έτσι π’ αγκαλιάζεις του ελάτι…Και το πλατάνι περιφρονητικά απάντησε: / Μη χαζουλιάζεις μουρή. Κάτσι αυτού στην ακρορε-ματιά και ολημερίς και οληνυχτίς κλάψε τη μοίρα σου. Τότε μίλησε το περήφανο ελάτι και είπε: Βρε παιδιά, τι έχετε να χωρίσετε και μαλώνετες Άλλος ψηλός, άλλος χαμπλός, άλλος όμορφος κι άλλος άσχημος, είμαστε όλοι αδέρφια σε τούτονα τον κόσμο. Δεν μας φτάνει που οι άνθρωποι μας πελεκάνε, οι γίδες και τα γελαδινά μας κουτσουρεύουν και μαλώνουμε συνατίμα μας; Ας αφήσουμε τις γκρίνιες  και ας τραγουδήσουμε το δικό μας αθάνατο τραγούδι. Δεν ακούτε πως ο γελαδάρης βαράει τη φλογέρα του; Έλα ιτιά μου άπλωσε τις ρίζες σου στο νερό, χαμήλωσε τα κλαριά σου να το γλείψουν. Το νερό κρούοντας πάνω σου θα κελαρύσει γλυκά. Σύ πλάτανέ μου, ανέμισε τις φυλλωσιές σου για να θροϊσουν  απαλόγλυκα. Κι εγώ θα αρχίσω να βουίζω, βουή μεγάλη, σαν την θάλασσα. Έτσι τα κλαριά σταματήσανε να γκρινιάζουν και αρχίσανε να παίζουν την αιώνια συμφωνία τους, που αποδιώχνει τις έγνοιες, παύει τους πόνους κάθε ανθρώπου, γλυκαίνει το είναι του, τον κάνει να νιώσει και να εκτιμήσει την αξία  του κλαριού».